infernal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
infernal (en) αρσενικό
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- infernal < δημώδης λατινική infernalis
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | infernal | infernaux |
θηλυκό | infernale | infernales |
infernal (en)
- σχετικός με την κόλαση
- (μεταφορικά) ανυπόφορος, τρομερός
- δαιμονιώδης, μοχθηρός