infirme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infirme | infirmes |
infirme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o ανάπηρος
ενικός | πληθυντικός |
infirme | infirmes |
infirme (fr) αρσενικό ή θηλυκό