Μετάβαση στο περιεχόμενο

infirmière

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infirmière < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infirmière infirmières

infirmière (fr) θηλυκό