infirmier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infirmier | infirmiers |
infirmier (fr) αρσενικό
- ο νοσοκόμος, ο νοσηλευτής