inflacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική inflacja inflacje
γενική inflacji inflacji(/inflacyj)
δοτική inflacji inflacjom
αιτιατική inflac inflacje
οργανική inflac inflacjami
τοπική inflacji inflacjach
κλητική inflacjo inflacje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

inflacja (pl) θηλυκό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]