Μετάβαση στο περιεχόμενο

inflammation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
inflammation inflammations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inflammation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η φλεγμονή, η φλόγωση
      medicinal substances which suppress inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τις φλεγμονές



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inflammation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]