inflated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inflated |
συγκριτικός | more inflated |
υπερθετικός | most inflated |
Επίθετο[επεξεργασία]
inflated (en)
- φουσκωμένος
- ↪ a balloon inflated with helium - μπαλόνι φουσκωμένο με ήλιο
- (μεταφορικά) αλαζονικός, διογκωμένος
- (οικονομία) υψηλότερο κόστος, διογκωμένος
- ↪ inflated prices - διογκωμένες τιμές
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
inflated (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240. ISBN 9780194325684., λήμμα: διογκώνω