inflated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός inflated
συγκριτικός more inflated
υπερθετικός most inflated

Επίθετο[επεξεργασία]

inflated (en)

  1. φουσκωμένος
    a balloon inflated with helium - μπαλόνι φουσκωμένο με ήλιο
  2. (μεταφορικά) αλαζονικός, διογκωμένος
    inflated ego - διογκωμένο εγώ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogant
  3. (οικονομία) υψηλότερο κόστος, διογκωμένος
    inflated prices - διογκωμένες τιμές

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

inflated (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διογκώνω