inflection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inflection | inflections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inflection (en)
- (γραμματική) κλίση
- διακύμανση φωνής, τόνος
- ≈ συνώνυμα:: stress, intonation