inflection
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inflection | inflections |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inflection (en)
- (γραμματική) κλίση
- διακύμανση φωνής, τόνος
- ≈ συνώνυμα:: stress, intonation
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
inflection | inflections |
inflection (en)