infliction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: inflection

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
infliction inflictions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

infliction (en)

  • επιβολή
  • πρόκληση κακού, ζημιάς ή βλάβης

Συγγενικά[επεξεργασία]