infliction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infliction | inflictions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
infliction (en)
- επιβολή
- πρόκληση κακού, ζημιάς ή βλάβης
Δείτε επίσης : inflection |
ενικός | πληθυντικός |
infliction | inflictions |
infliction (en)