infus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | infus | infuss |
θηλυκό | infuse | infuses |
infus (fr) αρσενικό
- Je n'ai pas la science infuse. Δεν έχω έμφυτη τη σοφία.