infusible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infusible < in- + fusible

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infusible infusibles

infusible (fr) αρσενικό ή θηλυκό