infuzado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | infuzado | infuzadoj |
αιτιατική | infuzadon | infuzadojn |
infuzado (eo)
- η έγχυση, ο εμποτισμός