inglês
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | inglês | ingleses |
θηλυκό | inglesa | inglesas |
Επίθετο
[επεξεργασία]inglês (pt)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inglês (pt)
- (εθνικό όνομα) Άγγλος
- (γλώσσα) (αρσενικό, μόνο στον ενικό) τα αγγλικά, η αγγλική γλώσσα