ingravescente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ingravescente (la)
- αφαιρετική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του ingravescens