Μετάβαση στο περιεχόμενο

inhabitant

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
inhabitant inhabitants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inhabitant (en)

  • ο/η κάτοικος
      The inhabitants of the area are by majority refugees.
    Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.