inhabitant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
inhabitant | inhabitants |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inhabitant (en)
- ο/η κάτοικος
The inhabitants of the area are by majority refugees.
- Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.