Μετάβαση στο περιεχόμενο

inherent

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: inhérent

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈhɪəɹənt/ ή
ΔΦΑ : /ɪnˈhɛɹənt/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
inherent < (άμεσο δάνειο) λατινική inhaerens, μετοχή ενεστώτα του ρήματος inhaerere

Επίθετο

[επεξεργασία]

inherent (en) (χωρίς παραθετικά)

  • έμφυτος, σύμφυτος, εγγενής, που είναι βασικό ή μόνιμο μέρος κάποιου ή κάτι και που δεν μπορεί να αφαιρεθεί
      His inherent curiosity led him to science.
    Η έμφυτη περιέργειά του τον οδήγησε στην επιστήμη.
      She has an inherent talent for music.
    Έχει έμφυτο ταλέντο στη μουσική.
      Uncertainty is inherent in changes.
    Η αβεβαιότητα είναι σύμφυτη με τις αλλαγές.
      The need for social relationships is inherent to humans.
    Η ανάγκη για κοινωνικές σχέσεις είναι σύμφυτη με τον άνθρωπο.
      Inequality is considered an inherent problem in many societies.
    Η ανισότητα θεωρείται εγγενές πρόβλημα πολλών κοινωνιών.
      The fear of failure is inherent in many people.
    Ο φόβος για την αποτυχία είναι εγγενής σε πολλούς ανθρώπους.
      There are inherent weaknesses in the plan.
    Υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στο σχέδιο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]