initialiser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ni.sja.li.ze/

Ρήμα[επεξεργασία]

initialiser (fr)

  1. (πληροφορική) ρυθμίζω ένα σύστημα ώστε να μπορέσει να αρχίσει να λειτουργεί
    initialiser une disquette - φορματάρω μια δισκέτα