initiative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
initiative | initiatives |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
initiative (en)
- (μετρήσιμο) η πρωτοβουλία, ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος ή για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού
- ↪ The Secretary General of the UN undertook a peace initiative in the Middle East.
- Ο Γενικός Γραμματέας του ΟHΕ ανέλαβε ειρηνευτική πρωτοβουλία στη Mέση Aνατολή.
- ↪ Such nice initiatives should be supported.
- Tέτοιες ωραίες πρωτοβουλίες πρέπει να υποστηρίζονται.
- ↪ The Secretary General of the UN undertook a peace initiative in the Middle East.
- (μη μετρήσιμο) η πρωτοβουλία, η ικανότητα που έχω να αποφασίζω και να ενεργώ μόνος μου
- ↪ I have initiative/I lack initiative.
- Έχω πρωτοβουλία/Στερούμαι πρωτοβουλίας.
- ↪ I show/display initiative.
- Δείχνω πρωτοβουλία.
- ↪ He took the initiative to organize a celebration.
- Πήρε την πρωτοβουλία να οργανώσει μια γιορτή.
- ↪ I have initiative/I lack initiative.
Πηγές[επεξεργασία]
- initiative - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 758. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρωτοβουλία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
initiative | initiatives |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
initiative (fr) θηλυκό