inject

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪnˈdʒɛkt/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

inject (en)

  1. κάνω ένεση (σε κάποιον)
  2. εμψεκάζω
  3. εγχέω
  4. εμβάλλω
  5. (πληροφορική) μη μόνιμη παρεμβολή κώδικα σε προϋπάρχοντα κώδικα με σκοπό τη προσωρινή μεταβολή της λειτουργικότητάς του

Συγγενικά[επεξεργασία]