Μετάβαση στο περιεχόμενο

injoignable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
injoignable < in- + joignable

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
injoignable injoignables

injoignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό