injured
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | injured |
συγκριτικός | more injured |
υπερθετικός | most injured |
injured (en)
- τραυματισμένος
It is important for the injured leg to be elevated.
- Είναι σημαντικό το τραυματισμένο πόδι να είναι ανυψωμένο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]injured (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι τραυματίες
The injured were taken to hospitals.
- Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]injured (en)