inked
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- inked < μέση αγγλική inked. Μορφολογικά ισοδύναμο με ink + -ed
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inked (en)
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
inked (en)