inkluzive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

inkluzive < inkluziv- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

inkluzive (eo)

  • ακόμη και, λαμβάνοντας υπόψη και