inko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- inko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inko | inkoj |
αιτιατική | inkon | inkojn |
inko (eo)
- η μελάνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inko | inkoj |
αιτιατική | inkon | inkojn |
inko (eo)