inland
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inland |
συγκριτικός | further inland |
υπερθετικός | furthest inland |
inland (en)
- μεσόγειος, ηπειρωτικός, αυτός που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα
- ⮡ Business is booming in both inland and coastal resorts.
- Οι δουλειές πάνε καλά τόσο στις μεσόγειες περιοχές όσο και στα παραθαλάσσια θέρετρα.
- ⮡ This area has many inland lakes.
- Αυτή η περιοχή έχει πολλές μεσόγειες λίμνες.
- ⮡ Business is booming in both inland and coastal resorts.
Επίρρημα
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inland |
συγκριτικός | further inland |
υπερθετικός | furthest inland |
inland (en)
- στα μεσόγεια, προς τα μεσόγεια, δηλώνει κίνηση προς το εσωτερικό μιας χώρας, μακριά από τις ακτές
- ⮡ The town lies a few kilometers inland.
- Η πόλη βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα στα μεσόγεια.
- ⮡ We traveled further inland the next day.
- Την επόμενη μέρα ταξιδέψαμε πιο βαθιά στα μεσόγεια.
- ⮡ At this point, the coast road turns inland for several miles.
- Σε αυτό το σημείο, ο παράκτιος δρόμος στρίβει προς τα μεσόγεια για αρκετά μίλια.
- ⮡ They were too far inland to hear the sea.
- Ήταν πολύ βαθιά στα μεσόγεια για να ακούσουν τη θάλασσα.
- ⮡ We were the furthest inland.
- Ήμασταν οι πιο βαθιά στα μεσόγεια.
- ⮡ The town lies a few kilometers inland.