Μετάβαση στο περιεχόμενο

innkeeper

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
innkeeper innkeepers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
innkeeper < inn + keeper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

innkeeper (en)