innkeeper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
innkeeper | innkeepers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
innkeeper (en)
ενικός | πληθυντικός |
innkeeper | innkeepers |
innkeeper (en)