innocuité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
innocuité | innocuités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
innocuité (fr) θηλυκό
- η ιδιότητα ενός πράγματος να μην προκαλεί βλάβη
ενικός | πληθυντικός |
innocuité | innocuités |
innocuité (fr) θηλυκό