innumerate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: enumerate

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

innumerate < in + numerate

Επίθετο[επεξεργασία]

  1. αμαθημάτιστος, μαθηματικά αναλφάβητος
  2. (συγγενική σημασία) αγεωμέτρητος