inostensible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inostensible < in- + ostensible
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inostensible | inostensibles |
inostensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό