inquest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inquest | inquests |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
inquest (en)
- έρευνα δυστυχήματος (για οτιδήποτε)
- έρευνα συνθηκών θανάτου (πχ. μέσω φυσικών στοιχείων και μαρτυριών) και νεκροψίας