inquiéter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inquiéter < λατινική inquietare
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
inquiéter (fr) (μεταβατικό)
- (παρωχημένο) ταράζω την ηρεμία, την ησυχία (κάποιου)
- προκαλώ διαρκώς κάποιον
- (αθλητισμός) απειλώ
- ανησυχώ κάποιον, προκαλώ ανησυχία σε κάποιον