inquisiteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inquisiteur | inquisiteurs |
inquisiteur (fr) αρσενικό
- ο ιεροεξεταστής, ο ανακριτής
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inquisiteur | inquisiteurs |
θηλυκό | inquisitrice | inquisitrices |
inquisiteur (fr)