inquisitive
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inquisitive |
συγκριτικός | more inquisitive |
υπερθετικός | most inquisitive |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪnˈkwɪzɪtɪv/
Επίθετο
[επεξεργασία]inquisitive (en)
- (κακόσημο) περίεργος, κάνω πάρα πολλές ερωτήσεις και προσπαθώ να μάθω τι κάνουν οι άλλοι
- ⮡ if you have inquisitive neighbors - άμα έχεις περίεργους γειτόνους
- περίεργος για γνώση, διερευνητικά φιλομαθής, φιλοπερίεργος, γνωστικά διερευνητικός
- ⮡ I have an inquisitive mind.
- Είμαι περίεργο.
- ⮡ I have an inquisitive mind.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη curious
Πηγές
[επεξεργασία]- inquisitive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684. ISBN 9780194325684., λήμμα: περίεργος