insectifuge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃sɛktifyʒ/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insectifuge | insectifuges |
insectifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insectifuge | insectifuges |
insectifuge (fr) αρσενικό