insekto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insekto | insektoj |
αιτιατική | insekton | insektojn |
insekto (eo)
- (εντομολογία) το έντομο
Ίντο (io) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insekto (io)
- (εντομολογία) το έντομο