Μετάβαση στο περιεχόμενο

insensibilité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
insensibilité insensibilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insensibilité (fr) θηλυκό

  1. η αναισθησία
  2. η απάθεια, η αδιαφορία
  3. η απονιά

Συγγενικά

[επεξεργασία]