insertion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insertion | insertions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insertion (fr) θηλυκό
- η ένταξη
- η καταχώρηση
- (βιολογία, γενετική) προσθήκη, καταχώνιασμα (γενετική εισαγωγή κώδικα)