insistado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | insistado | insistadoj |
αιτιατική | insistadon | insistadojn |
insistado (eo)
- η τάση για κάτι