insonore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insonore insonores

Επίθετο[επεξεργασία]

insonore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηχομονωτικός
  2. που έχει υποστεί ηχομόνωση