Μετάβαση στο περιεχόμενο

insoumission

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insoumission insoumissions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insoumission (fr) θηλυκό