inspired
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | inspired |
συγκριτικός | more inspired |
υπερθετικός | most inspired |
inspired (en)
- εμπνευσμένος, που είναι γεμάτος έμπνευση· που είναι προϊόν έμπνευσης
She gave an inspired performance.
- Έδωσε μια εμπνευσμένη ερμηνεία.
He has some truly inspired ideas about life.
- Έχει μερικές πραγματικά εμπνευσμένες ιδέες για τη ζωή.
- ≠ αντώνυμα: uninspired
- (+ επίρρημα) με κάποια κίνητρα
The police believe these were politically inspired killings.
- Η αστυνομία πιστεύει ότι πρόκειται για δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]inspired (en)