Μετάβαση στο περιεχόμενο

inspired

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός inspired
συγκριτικός more inspired
υπερθετικός most inspired

inspired (en)

  1. εμπνευσμένος, που είναι γεμάτος έμπνευση· που είναι προϊόν έμπνευσης
    παράδειγμα  She gave an inspired performance.
    Έδωσε μια εμπνευσμένη ερμηνεία.
    παράδειγμα  He has some truly inspired ideas about life.
    Έχει μερικές πραγματικά εμπνευσμένες ιδέες για τη ζωή.
     αντώνυμα: uninspired
  2. (+ επίρρημα) με κάποια κίνητρα
    παράδειγμα  The police believe these were politically inspired killings.
    Η αστυνομία πιστεύει ότι πρόκειται για δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

inspired (en)