installment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
installment | installments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
installment (en) (αμερικανική γραφή)
- η δόση ενός χρέους
- ↪ payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
- το επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς