Μετάβαση στο περιεχόμενο

installment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
installment installments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

installment (en) (αμερικανική γραφή)

  1. η δόση ενός χρέους
      the payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
      The amount will be collected in twelve installments.
    Το ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις.
  2. το επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]