installment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
installment | installments |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]installment (en) (αμερικανική γραφή)
- η δόση ενός χρέους
- ⮡ the payment of the furniture will be in installments - η πληρωμή των επίπλων θα γίνει με δόσεις
- ⮡ The amount will be collected in twelve installments.
- Το ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις.
- το επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς