instituo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

instituo < in + statuo < status < sto < πρωτοϊταλική *staēō < *sth₂éh₁yeti < *steh₂- (ἵστημι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /inˈsti.tu.oː/

Ρήμα[επεξεργασία]

instituo

  1. εγκαθιστώ, βάζω
  2. παρατάσσω
  3. διατάζω
  4. ιδρύω
  5. κατασκευάζω, παρασκευάζω
  6. επιχειρώ
  7. θέλω
  8. εκπαιδεύω
  9. ανατρέφω

Κλίση[επεξεργασία]