institutrice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- institutrice < instituteur
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
institutrice | institutrices |
institutrice (fr) θηλυκό
- η δασκάλα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (Γαλλία) professeure des écoles