Μετάβαση στο περιεχόμενο

institutrice

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
institutrice < instituteur

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
institutrice institutrices

institutrice (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]