instrumentalism
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrumentalism (en)
- (φιλοσοφία) εργαλειασμός, η πρακτική χρήση κάποιας μεθοδολογίας η οποία όμως δεν εξιδανικεύεται ως απόλυτη αλήθεια
- η χρήση θεωριών και μοντέλων που αποδίδουν καλά, χωρίς να υπάρχει ισχυρισμός του εργαλειακού χρήστη (instrumentalist - εργαλειαστή) αυτών των βοηθημάτων ότι αυτά περιγράφουν ακριβώς το τί ισχύει πραγματικά και αναλυτικά σε δομικό επίπεδο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]σπανιότερα αποκαλείται και βοηθητισμός, όμως ο όρος αυτός έχει και άλλη σημασία οπότε αποφεύγεται