Μετάβαση στο περιεχόμενο

instrumentation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
instrumentation instrumentations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instrumentation (en)

  1. (μουσική) η ενορχήστρωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
instrumentation instrumentations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

instrumentation (fr) θηλυκό

  1. η ενορχήστρωση