instrumentation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instrumentation | instrumentations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrumentation (en)
- (μουσική) η ενορχήστρωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instrumentation | instrumentations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instrumentation (fr) θηλυκό