insupportable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- insupportable < λατινική insupportabilis
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insupportable | insupportables |
insupportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη supporter