Μετάβαση στο περιεχόμενο

insupportable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
insupportable < λατινική insupportabilis

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
insupportable insupportables

insupportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]