insurance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]insurance (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ασφάλεια, η ασφάλιση, ασφαλιστικός, σύμβαση με την οποία το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα μέλη αναλαμβάνει έναντι ορισμένης αμοιβής να αποζημιώσει το άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης και προσυμφωνημένης βλάβης
- ⮡ How much does car insurance cost in Greece.
- Πόσο κοστίζει μια ασφάλεια αυτοκινήτου στην Ελλάδα.
- ⮡ Insurance is mandatory for cars.
- Η ασφάλιση είναι υποχρεωτική για τα αυτοκίνητα.
- ⮡ The amounts are astronomical for someone who does not have insurance coverage abroad.
- Τα ποσά είναι αστρονομικά για κάποιον που δεν έχει ασφαλιστκή κάλυψη στο εξωτερικό.
- ⮡ How much does car insurance cost in Greece.
- (μη μετρήσιμο) οι ασφάλειες, η επιχείρηση παροχής ασφάλισης στους ανθρώπους
- ⮡ Last year they branched out into the insurance business and the car trade.
- Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.
- ⮡ Last year they branched out into the insurance business and the car trade.