Μετάβαση στο περιεχόμενο

insurgency

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
insurgency insurgencies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

insurgency (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η εξέγερση, μια προσπάθεια ελέγχου μιας χώρας με τη βία
      a general insurgency against the dictatorship - γενική εξέγερση κατά της δικτατορίας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rebellion