insurrection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insurrection | insurrections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insurrection (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εξέγερση, μια κατάσταση στην οποία μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων προσπαθεί να πάρει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας τους με βία
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insurrection | insurrections |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insurrection (fr) θηλυκό
- η εξέγερση